- σαργανίδιον
- σαργαν-ίδιον, τό, Dim. of foreg., BGU1095.21 (i A.D.), PGoodsp.Cair.30 xxii 13 (ii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σαργανίδιον — τὸ, Α υποκορ. τού σαργάνη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαργάνη + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. μαχαιρ ίδιον)] … Dictionary of Greek
σαργάνιον — τὸ, Α [σαργάνη] 1. σαργανίδιον* 2. ειδικό καλάθι για άχυρα … Dictionary of Greek